- αφαντασιωτος
- ἄφαντασίωτοςἄ-φαντᾰσίωτος2лишенный воображения Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αφαντασίωτος — ἀφαντασίωτος, ον (Α) [φαντασιούμαι] αυτός που δεν έχει φαντασία, που είναι ανίκανος να φανταστεί κάτι … Dictionary of Greek
ἀφαντασίωτος — unable to imagine masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφαντασίωτον — ἀφαντασίωτος unable to imagine masc/fem acc sg ἀφαντασίωτος unable to imagine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)